σάγισμα — το, ατος χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάισμα — το βλ. σάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)